- μηθαμόθεν
- μηθᾰμ-όθεν, later form for μηδαμόθεν, ib.12(5).526.3 (Ceos, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηθαμόθεν — (Α) επίρρ. βλ. μηδαμόθεν … Dictionary of Greek
μηδαμόθεν — και μηθαμόθεν (Α) επίρρ. 1. από κανένα πρόσωπο ή από κανέναν τόπο, από πουθενά 2. από ταπεινή, ευτελή καταγωγή («πονηρὸν καὶ βίαιον καὶ ὑβριστὴν λαβοῡσιν ἄνθρωποι καὶ μηδένα μηδαμόθεν», Δημ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ.… … Dictionary of Greek